τραυμα

τραυμα
    τραῦμα
    ион. и дор. τρῶμα -ατος τό
    1) рана, увечье Her., Aesch., Eur., Arph., Plat. etc.
    

τραύματος γραφή Aeschin. — иск о нанесении раны

    2) повреждение, поломка
    

(ἀδύνατοι αἱ νέες ὑπὸ τρωμάτων Her.)

    3) поражение, разгром, урон
    

τρώματα διφάσια Μιλησίων ἐγένετο Her. — милетцы потерпели два поражения


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "τραυμα" в других словарях:

  • τραῦμα — wound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμα — (Ιατρ.) Πρόσφατη κάκωση του δέρματος και των υποκείμενων ιστών εξαιτίας μηχανικής βίας σε οποιοδήποτε σημείο του σώματος. Eπιφανειακά είναι τα τ. που αφορούν μόνο το δέρμα και τον υποδόριο ιστό, βαθιά ή σύνθετα αυτά που φτάνουν μέχρι τους… …   Dictionary of Greek

  • τραύμα — το, ατος 1. βλάβη του σώματος από εξωτερική βία, πληγή, λαβωματιά. 2. τραυματισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τραῦμ' — τραῦμα , τραῦμα wound neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραυμάτων — τραῦμα wound neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμασι — τραῦμα wound neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύμασιν — τραῦμα wound neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματα — τραῦμα wound neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματι — τραῦμα wound neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τραύματος — τραῦμα wound neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρωμάτων — τραῦμα wound neut gen pl (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»